Ομιλία στη γιορτή των Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα 29/06/2011
Του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτη της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου κ.Τυχικού
Η καθιέρωση της σημερινής εορτής και μνήμης, μας επιβάλλει να αναφερθούμε και να μιλήσουμε αφενός μεν για την αγιότητα και το μεγαλείο των αποστόλων που πέρασαν από εδώ και αφετέρου για το κύρος και την προσφορά της Κυπριακής Εκκλησίας. Όχι τόσο για να τιμήσουμε τους αγίους αποστόλους, Παύλο και Βαρνάβα, γιατί αυτοί τιμώνται επάξια από το Θεό, αλλά για να θυμηθούμε, το έργο και την προσφορά τους, ακόμη δε περισσότερο το χρέος μας απέναντί τους, έτσι ώστε να αντλήσουμε από αυτούς το φώς, για να πορευτούμε στο παρόν και στο μέλλον. Να δούμε ακόμη την δισχιλιόχρονη πορεία μας μέσα στο φώς που χαρίζει ο Χριστιανισμός και η ορθοδοξία και αυτή να ακολουθήσουμε, να συνεχίσουμε και επαυξήσουμε.
Ο Χριστός μετά την ανάστασή Του είπε «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον» (Μάρκ. 16,15) όμως οι απόστολοι δεν το είχαν κατανοήσει ή καλύτερα δίσταζαν αρχικά να το πράξουν. Η πρώτη αρχή έγινε με τον διωγμό επί Στεφάνου του πρωτομάρτυρος που συντελέστηκε το 34 μΧ. Ήταν ο πρώτος διωγμός της Εκκλησίας του Χριστού, διωγμός που θα θεωρηθεί αργότερα ως ευλογία για την εκκλησία, αφού με αυτόν σκορπίστηκαν οι χριστιανοί με αποτέλεσμα να μεταφέρουν το ευαγγέλιο και εκτός των ορίων των Ιεροσολύμων, μέχρι και την Κύπρο (Πράξ.11,19). Παρόλα ταύτα όμως ακόμα και μετά τον διωγμό αυτό, το κήρυγμα περί του Χριστού διαδιδόταν ανάμεσα στους ιουδαίους και ιουδαϊζοντες.
Το ευαγγέλιο κινδύνευε να μείνει στα στενά όρια των Ιουδαίων ως μία αίρεση του Ιουδαϊσμού και στα στενά γεωγραφικά όρια της Παλαιστίνης, αν δεν ήταν ο Παύλος και ο Βαρνάβας να περάσουν το μήνυμα προς τα έξω ανά την οικουμένη. Ήταν αναγκαίο φυσικά πρώτα να κηρύξουν στους Ιουδαίους, και αυτό έπρατταν στην αρχή. Επειδή όμως αυτοί δεν αποδέχθηκαν στο σύνολό τους το λόγο του Θεού, οι απόστολοι στράφηκαν και προς τα έθνη.
Μόλις το 45 μΧ. μετά από υπόδειξη του Αγίου Πνεύματος, με προσευχή και νηστεία (Πράξ. 13,2-3) απεστάλησαν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας οι οποίοι αφίχθηκαν στη Σαλαμίνα της Κύπρου και κατέληξαν στην Πάφο, πρωτεύουσα τότε του νησιού. Αυτή ήταν και η επίσημη έναρξη του κηρύγματος στο νησί και η ίδρυση της Εκκλησίας της Κύπρου. Έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα, το ότι τα χώματα που πατούμε εμείς σήμερα, τα βάδισαν οι απόστολοι και τα αγίασαν με την παρουσία τους. Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης το γεγονός ότι η Κύπρος ήταν και ο πρώτος σταθμός τους, πράγμα που συνετέλεσε στο να αναγνωριστεί από πολύ νωρίς η εκκλησία μας ως αυτοκέφαλη και ισάξια ανάμεσα σε άλλες πολυάριθμες που θα ιδρύονταν στη συνέχεια.
Το κήρυγμα των αποστόλων στην Κύπρο ήταν σταθμός για την ιστορία της Χριστιανοσύνης. Αφενός μεν γιατί η Εκκλησία μας κατέστη ανά τους αιώνες η πνευματική ζύμη – και αυτή είναι η αποστολή της ακόμη και σήμερα στην Ενωμένη Ευρώπη – και αφετέρου εδώ έγιναν οι ζυμώσεις εκείνες για να εξέλθει επιτέλους το κήρυγμα και εκτός του ιουδαϊσμού και να ευαγγελιστούν έτσι όλα τα έθνη. Εδώ, και συγκεκριμένα στον χώρο ετούτο της Πάφου, πραγματοποιήθηκε η σύγκρουση αλλά και η νίκη του Χριστιανισμού έναντι της ειδωλολατρείας και της μαγείας με εκπρόσωπο της τον μάγο, Ελύμα. Εδώ ο Σαύλος που αυτό ήταν το όνομα του Παύλου ως τώρα, μετονομάζεται Παύλος και παίρνει ενεργό δράση για τη διάδοση του ευαγγελίου στα έθνη. Ο δε Ρωμαίος Ανθύπατος Σέργιος Παύλος μεταφέρει το μήνυμα του ευαγγελίου στην καρδιά της Ευρώπης.
Η νεοϊδρυθείσα τώρα Εκκλησία της Κύπρου και στερεώθείσα με την δεύτερη έλευση των αποστόλων Βαρνάβα και Μάρκου, στην Κύπρο, έχει να δώσει καρπόν στο Θεό εκατονταπλασίονα. Τι να πει κανείς για την συμβολή της στις τοπικές και οικουμενικές συνόδους, όταν η Εκκλησία μαστιζόταν από τις αιρέσεις; Ή να απαριθμήσει τους αγίους, που έχει αναδείξει κατά καιρούς, μια παράδοση που φτάνει μέχρι τις μέρες μας;
Πριν όμως αναφερθούμε στη δράση της εκκλησίας της Κύπρου ανά τους αιώνες και στην προοπτική της στο μέλλον, Θα ήταν πρώτιστα ορθό να αναφερθούμε στα πρόσωπα εκείνα τα οποία πέρασαν από αυτόν εδώ τον τόπο. Τα πρόσωπα εκείνα στα οποία οφείλουμε την ελευθερία μας από την πλάνη του σκότους και των ειδώλων.
Πρώτος και κορυφαίος στην σειρά των Αποστόλων είναι αναμφισβήτητα ο Παύλος. Ένας πρώην διώκτης των Χριστιανών γίνεται τώρα διαπρύσιος κήρυκας του Ευαγγελίου, έως εσχάτου της γης (Πράξ. 1,8). Καθοριστικής σημασίας σταθμοί της ζωής του Παύλου ήταν η κλήση του στο αποστολικό αξίωμα από τον ίδιο τον Χριστό. Τον επέλεξε ο Θεός, για δύο λόγους: Πρώτα γιατί γνώριζε την καρδία και την καλή προαίρεσή του και ότι όσα έπραττε εναντίον των χριστιανών πρίν από την κλήση του, ήταν από έλλειψη θεογνωσίας και δεν είχε γνώση περί της αληθείας. Δεύτερον γιατί συνδύαζε άριστα τρία εξωτερικά προτερήματα: είχε Εβραϊκή καταγωγή, ελληνική παιδεία και τέλος ήταν Ρωμαίος πολίτης. Προτερήματα που του έδιναν την ευχέρεια να μεταφέρει το κήρυγμα παντού. Έτσι και στην Πάφο ήταν μια ακόμα καθοριστικής σημασίας στιγμή, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για την οικουμένη ολόκληρη, το να στραφεί ο λόγος του Θεού και προς τα έθνη. Στην Πάφο παίρνει θέση στα διλήμματα: Χριστός – Νόμος, άνοιγμα στα έθνη – περιορισμός στον ιουδαϊσμό, με επιλογή φυσικά του πρώτου και στις δύο περιπτώσεις. Η σπουδαιότητα της παρουσίας του στην Πάφο φαίνεται και από την αλλαγή του ονόματός του, από Σαούλ – Σαύλος σε Παύλος (Πράξ. 13,9).
Ο Παύλος θεωρείται ιδρυτής των περισσότερων εκκλησιών της της Ευρώπης. Επίσης το ένα τρίτο της Καινής Διαθήκης έχει γραφεί από αυτόν. Μόχθησε όσο κανείς άλλος για τη διάδοση του χριστιανικού μηνύματος, για την ίδρυση και στερέωση των Εκκλησιών. Και για την Εκκλησία της Κύπρου όταν έμαθε ότι δεν υπήρχε κανείς απόστολος στο νησί, έστειλε δύο μαθητές του να βοηθήσουν στο κήρυγμα, δείχνοντας έτσι τη μέριμνά του για τις Εκκλησίες που ιδρύει. Και όλα αυτά, έχοντας τον «σκόλοπα της σαρκός» (B΄Κορ 12,7) αλλά και εργαζόταν παράλληλα με το κήρυγμα και ως σκηνοποιός προσέχοντας έτσι «εις το μη επιβαρήσαι» (Α΄Θεσ. 2,9) κανέναν. Τέλος θυσιάζει τη ζωή του για τον Χριστό και την Εκκλησία μαρτυρώντας επί του Νέρωνος στη Ρώμη.
Των εβδομήκοντα πρώτος και των δώδεκα ισοστάσιος ήταν ο Βαρνάβας που θεωρείται και ο ιδρυτής της Εκκλησίας μας, της Εκκλησίας της Κύπρου. Αρχικά ονομαζόταν Ιωσήφ ή Ιωσής και οι πρώτοι χριστιανοί τον ονόμασαν Βαρνάβαν, υιόν παρακλήσεως – παρηγοριάς δηλαδή. Ήταν Λευϊτης στο γένος και το αξίωμα (Πράξ. 4,36) Κύπριος δε στην καταγωγή, επιβάλλει την Κύπρο ως τον πρώτο σταθμό της πρώτης αποστολικής περιοδείας. Στις Πράξεις των Αποστόλων αρχικά προτάσσεται το όνομα του Βαρνάβα και έπειτα του Παύλου, τονίζοντας έτσι την διάκριση του Βαρνάβα και αναγνώριση της προσφοράς του στην πρώτη Εκκλησία. Ο Βαρνάβας ήταν αυτός που μετέφερε το κέντρο δράσης από τα Ιεροσόλυμα στην Αντιόχεια, καθιστώντας την έτσι το κέντρο των εξ εθνών Χριστιανών. Τον βλέπουμε επίσης στα Λύστρα να τον καλούν Δίαν, δείχνοντας έτσι την αξιοπρέπεια και την επιβλητικότητα που εξέπεμπε το πρόσωπό του. Ο Βαρνάβας ήταν αυτός που οδήγησε τον Παύλο στους αποστόλους ώστε να γίνει αποδεκτός. Χωρίς τον Βαρνάβα ο Παύλος μπορεί να μην γινόταν καν δεχτός από τους άλλους Αποστόλους, να μην υλοποιούσε τις εφέσεις του.
Η προσφορά του Αποστόλου Βαρνάβα στην πρώτη εκκλησία πράγματι ήταν τεράστια. Η Εκκλησία της Κύπρου όμως έχει επιπλέον λόγους για να τον τιμά ιδιαίτερα και να τον θεωρεί επάξια ιδρυτή της. Όχι μόνο στην πρώτη αποστολική περιοδεία επισκέπτεται και ευαγγελίζεται στο νησί, αλλά και δεύτερη, φορά, όπου στο τέλος της μαρτυρεί και θυσιάζει την ζωή του για χάρη του ευαγγελίου, για χάρη της Εκκλησίας μας. Και δεν ήταν μόνο αυτό, συνεχίζει να πρεσβεύει και να μεριμνά για μας. Το αποδεικνύει σε κάθε περίπτωση και ιδιαίτερα όταν κινδύνευσε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας μας, θαυματουργικά βοήθησε στο να διαφυλαχθεί ως τις μέρες μας.
Μα δεν ήταν μόνο η προσωπικότητα των αποστόλων που έφθασαν εδώ, ήταν και το έφορο έδαφος το οποίο συνάντησαν. Έδαφος το οποίο όχι μόνο απέδωσε πολλαπλάσιους καρπούς, αλλά και συνέβαλε στην οικουμένη.
Η Κύπρος δεν επιλέχθηκε τυχαία ως πρώτος σταθμός των αποστόλων. Επιλέχθηκε πρώτα γιατί ο Βαρνάβας καταγόταν από την Κύπρο, ήλθε να απευθύνει τον λόγο στους συμπατριώτες του. Στην Κύπρο υπήρχαν πολλοί Ιουδαίοι, από τους οποίους θα άρχιζαν το κήρυγμά τους. Η Κύπρος βρίσκεται γεωγραφικά κοντά στην Αντιόχεια, την οποία είχαν ως κέντρο τους οι απόστολοι. Ακόμη, ο λόγος του Θεού είχε ήδη κηρυχθεί στην Κύπρο από τους διασπαρέντες αποστόλους και υπήρχε το κατάλληλο έδαφος. Μα πάνω από όλα η Κύπρος αποτελούσε πάντοτε σταυροδρόμι πολιτιστικών ρευμάτων και αν γινόταν Χριστιανική θα έδινε τα φώτα και στους υπόλοιπους λαούς.
Το κήρυγμα των αποστόλων στην Κύπρο ήταν σταθμός στην διάδοση του Χριστιανισμού σε όλο τον κόσμο, γιατί εδώ επισημοποιήθηκε το άνοιγμα της Εκκλησίας προς τα έθνη. Η μεταστροφή του Σεργίου Παύλου είναι καθοριστική για τις απαρχές του Χριστιανισμού στην Κύπρο. Όταν είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό ο Ρωμαίος Ανθύπατος τότε πολλοί, όχι μόνο ανεμπόδιστα, αλλά και θα παροτρύνθηκαν να μιμηθούν το παράδειγμά του. Επίσης επέδρασε στην πορεία του ευαγγελίου στα έθνη γενικότερα. Η παράδοση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ισχυρίζεται ότι ο Σέργιος Παύλος έγινε επίσκοπος στη Νορβώνα της Γαλλίας. Άλλες παραδόσεις τον φέρουν να είναι χριστιανός τόσο αυτός όσο και η οικογένεια του και να μεταφέρει το λόγο του Θεού σε διάφορες περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Με τον εκχριστιανισμό της Νήσου η Κύπρος έχει να προσφέρει πλειάδα αγίων, ώστε να ονομαστεί «Νήσος των Αγίων». Κάτι που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι, οι επίσκοποι της μέχρι τον πέμπτο αιώνα στην πλειοψηφία τους ήταν άγιοι, ένα χαρακτηριστικό μόνο της Κυπριακής Εκκλησίας.
Για άλλον ένα λόγο έχει να δείξει καρπούς η Εκκλησία μας ακόμη. Πολλών επισκόπων της Κύπρου τα ονόματά τους συγκαταλέγονται και στις επτά οικουμενικές συνόδους και μένουν ανά τους αιώνες, δείχνοντας την συμβολή της εκκλησίας μας στη διαφύλαξη της ορθοδοξίας της ορθής και αληθινής πίστεως. Όταν αλλού μαστίζονταν από τις αιρέσεις, η Εκκλησία μας έδινε πάντοτε το Ορθόδοξο δρόμο.
Τελειώνοντας θα λέγαμε ότι εδώ ήρθαν και άλλοι που έφεραν φιλοσοφικά συστήματα, υποσχέθηκαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, κήρυξαν διάφορες θρησκευτικές δοξασίες, μα η Ιστορία τους ξέχασε. Ο Παύλος κι ο Βαρνάβας, όμως «επαξίως αεί μακαρίζονται». Και όλα αυτά γιατί, ο Θεός γνωρίζεται όχι δια της κοσμικής σοφίας, ούτε με στομφώδεις ρητορείες και πομπώδεις εκφράσεις αλλά δια του απλού λόγου του Χριστού που μιλά στις καρδίες των ανθρώπων και όχι στο νου τους. Οι απόστολοι δεν κάνουν προσηλυτισμό, δείχνουν την αλήθεια της πίστεως με ένα λόγο, απλό και αληθινό, μέσα από γεγονότα και ένα νέο τρόπο ζωής, που είναι όχι μόνο λόγος αλλά και έργο.
Οι απόστολοι ερχόμενοι εδώ μας έβγαλαν από την αχλύ της πλάνης, του σκότους των ειδώλων και μας χάρισαν την ελευθερία η οποία πηγάζει από τον ίδιο τον αληθινό Θεό. Οι απόστολοι ήρθαν, δεν βρήκαν τίποτα και δημιούργησαν από την αρχή, έθεσαν τα θεμέλια. Εμείς έχουμε την οικοδομή, καλούμαστε να τη διαφυλάξουμε εις τον αιώνα και να την επαυξήσουμε. Τα ιερά χώματα τα οποία αγίασαν οι Απόστολοι, οι μετέπειτα Μάρτυρες, Όσιοι και Ιεράρχες θα πρέπει να τα διαφυλάξουμε με κάθε τρόπο.
Η Εκκλησία της Κύπρου πορευμένη εις τους αιώνες έχει να προσφέρει πάντοτε πολλά στον ορθόδοξο χώρο και στην ανθρωπότητα γενικότερα. Μπορεί όπως και τότε, αλλά και καθ’ όλη την δισχιλιόχρονη πορεία της να αποτελεί πάντοτε το ξεκίνημα για μια νέα ιεραποστολή, να γίνει σημείο αναφοράς του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Ζώντας στο κέντρο μεταξύ άλλων θρησκειών, δοξασιών και αιρέσεων, να έχει πάντοτε να δώσει το στίγμα της ορθόδοξης παράδοσης και ζωής.
Κλείνουμε τον εδώ λόγο μας ευχόμενοι όπως οι απόστολοι που πριν δύο χιλιάδες χρόνια μας ελευθέρωσαν από το σκότος και μας οδήγησαν στο φώς του χριστιανισμού, να έρχονται κάθε φορά να μας ελευθερώνουν από κάθε πλάνη, από κάθε σκότος, που επιφέρει η απομάκρυνση από τον Θεό και η αμαρτία που είναι για τον άνθρωπο ο πνευματικός θάνατος. Μόνο κοντά στο Θεό, την Εκκλησία και με τις πρεσβείες των αγίων Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα θα μπορούμε να φωτίζουμε και τη δική μας ζωή και να οδηγούμαστε σε πνευματική πρόοδο.