Ωράριο Λειτουργίας:
Χειμερινό ωράριο:
Θερινό ωράριο:
Τηλέφωνο: 26 352515
Είναι γνωστό ότι οι εικαστικές τέχνες καταγράφουν ανά τους αιώνες, τον πολιτισμό και την κουλτούρα των ανθρώπων. Τα εκκλησιαστικά μνημεία μας, με τα ιερά κειμήλια και την αγιογραφική τέχνη τους, είναι βασική συνιστώσα της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας και παράγοντας για κοινωνικοπολιτική ανάπτυξη.
Η δημιουργία του Βυζαντινού Μουσείου Επισκοπής Αρσινόης, είναι το αποτέλεσμα των ηθικών δεσμεύσεων και των ευθυνών μας, που απορρέουν από την πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά μας. Εμφορούμενοι από τα πιο πάνω, και ο τότε μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος Β ‘νυν αρχιεπίσκοπος Κύπρου, μαζί με τον τότε Θεοφιλέστατο επίσκοπο Αρσινόης Γεώργιο και νυν μητροπολίτη Πάφου, εργάστηκαν προς την κατεύθυνση της δημιουργίας του Μουσείου, με κύριο στόχο τη συμβολή στη διάσωση, διαφύλαξη και προβολή της θρησκευτικής κληρονομιάς μας.
Η όλη οργάνωση του Μουσείου ολοκληρώθηκε το 2000 και ήταν αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς μουσειολόγου, αρχαιολόγου, αρχιτέκτονα και συντηρητών έργων τέχνης. Σκοπός όλων των εργασιών αυτών ήταν να δημιουργηθούν οι κατάλληλες καλαισθητικές και περιβαλλοντικές παράμετροι, για να μπορούν να εκτεθούν τα διάφορα αντικείμενα, στις πιο ιδανικές συνθήκες. Επίσης, έγινε προσπάθεια για σωστό, ασφαλή και λειτουργικό τρόπο έκθεσης τους, με σκοπό την καλύτερη κατανόησή τους από τους επισκέπτες, την μέγιστη προβολή τους αλλά και εν μέρει τη συνέχεια του λατρευτικού τους χαρακτήρα.
Μέσα στο καλαισθητικό περιβάλλον του εκθεσιακού χώρου του Μουσείου, τα εκκλησιαστικά κειμήλια και έργα τέχνης, μπορούν να επικοινωνούν με τους επισκέπτες, καλύπτοντας το ευρύ πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, που αφορά την τέχνη, την περιήγηση, τη γνώση και τον πολιτισμό. Ταυτόχρονα όμως, το Μουσείο αγγίζει και τα θρησκευτικά συναισθήματα του κάθε επισκέπτη, καθώς ένα ολόκληρο παλαιό τέμπλο ξυλόγλυπτο (18 ° 0 αιώνα), είναι στημένο μαζί με παλαιές εικόνες, δημιουργώντας και εκπέμποντας την ατμόσφαιρα του εσωτερικού μιας εκκλησίας. Δίπλα στο εικονοστάσιο βρίσκεται ξυλόγλυπτος δεσποτικός θρόνος, επίσης του 18ου αιώνα.
Ο μεγαλύτερος όγκος των εκθεμάτων του Μουσείου είναι βυζαντινές και μεταβυζαντινές φορητές εικόνες, που χρονολογούνται από το 13 ° έως και το 19 ° αιώνα. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει η εικόνα του έφιππου Γεωργίου Αγίου (13 ° αιώνα 0), που φέρει στο κάτω μέρος ξύλινο κοντάρι. Πολύ σημαντική είναι και η εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας του 14ου αιώνα, καθώς επίσης και η μικρή εικόνα του Αγίου Αρίστωνος που χρονολογείται στο 15 ° αιώνα. Άλλη μία εικόνα του Αγίου Αρίστωνος μεγάλων διαστάσεων χρονολογείται στον 16 ° αιώνα. Εικόνα πολύ σημαντικού ζωγράφου που εκτίθεται στο μουσείο, είναι εκείνη της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, που υπογράφει ο ζωγράφος Γεώργιος το 1540. Στον ίδιο ζωγράφο αποδίδεται ακόμη, μία μεγάλη εικόνα της Παναγίας, που εκτίθεται δίπλα από την προαναφερθείσα υπογεγραμμένη εικόνα. Με μεγάλη βεβαιότητα, η μεγάλων διαστάσεων εικόνα του όρθιου Αγίου Μάμα, που βρίσκεται λίγα βήματα παραπέρα, μπορεί να θεωρηθεί έργο του Γεωργίου.
Οι πιο καλλιτεχνικές ίσως εικόνες του Μουσείου της Επισκοπής, με άψογο σχέδιο και τεχνική, είναι οι δύο μικρές σκαφτές εικόνες, η μία της Αναλήψεως του Χριστού και η άλλη της Έγερσης του Λαζάρου. Οι εικόνες αυτές τοποθετούνται χρονικά στις αρχές του 16ου αιώνα και είναι πασιφανές ότι πρόκειται για έργα μεγάλου κρητικού εργαστηρίου.
Με έντονη κρητική αισθητική και τεχνοτροπική διάθεση, είναι και δύο μεγάλες εικόνες του 16ου αιώνα οι οποίες αποτελούν ζευγάρι. Πρόκειται για την εικόνα ένθρονου Χριστού και την εικόνα ένθρονης Παναγίας Βρεφοκρατούσας.
Στο 17 ° αιώνα και συγκεκριμένα στο 1628, έχουμε την μεγάλη εικόνα του Χριστού «ο Σωτήρ του Κόσμου», η οποία κατατάσσεται στα έργα με έντονα λαϊκότροπα στοιχεία.
Από τις εικόνες του 18ου αιώνα, αξίζει να αναφέρουμε την εικόνα του Αγίου Ιωάννη του θεολόγου (1736), καθώς και τη μικρή εικόνα της Γέννησης του Χριστού. Οι δύο αυτές εικόνες θα πρέπει να αποδοθούν με βεβαιότητα στο χρωστήρα του ζωγράφου Γαβριήλ ιεροδιακόνου Κυκκώτου. Στα 1722, ο ζωγράφος Γεράσιμος, υπογράφει την εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, πρέπει να αναφέρουμε ότι υπάρχουν αρκετές εικόνες, εκ των οποίων οι περισσότερες ακολουθούν τα αισθητικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της τέχνης, που είναι πλέον γνωστή ως τέχνη της μονής του Αγίου Ηρακλειδίου. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει η εικόνα της Παναγίας στον τύπο της Γλυκοφιλούσας και ασφαλώς η εικόνα του Αγίου Γεωργίου του Νικοξυλίτη, που υπογράφει το 1779 ο ζωγράφος Λαυρέντιος ιεροδιάκονος.
Στο 19 ° αιώνα έχουμε αρκετές μικρές εικόνες, με την ιδιόμορφη στρογγυλοποιημένη τέχνη του Κορνάρου, που δανείζεται αρκετά δυτικά μπαρόκ και ροκοκό στοιχεία. Στο μουσείο υπάρχουν δύο πολύ ιστορικές εικόνες της τέχνης του Κορνάρου. Η μία είναι εκείνη του Αγίου Νικολάου του 1804, που υπογράφεται από τον ίδιο τον κρητικό ζωγράφο Ιωάννη Κορνάρο. πάντοτε, η αξία κάθε ζωγραφικού έργου, εξαρτάται από την ζωγραφική της ποιότητα, δηλαδή την καλλιτεχνικότητά της, αλλά και τη φήμη του ζωγράφου της. Αυτό ισχύει και για κάθε ενυπόγραφο έργο του μεγάλου ζωγράφου Ιωάννη Κορνάρου του Κρητός.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση της εικόνας του Αγίου Νικολάου, το έργο του αποκτά πολύ περισσότερη αξία, γιατί έγινε κάτω από ιδιαίτερα σημαντικές συνθήκες, τις οποίες ο ίδιος ο ζωγράφος κρίνει και περιγράφει αυθόρμητα στο πίσω μέρος της εικόνας. Έτσι, δίνεται η δυνατότητα στους μελετητές να γνωρίσουν και να κρίνουν εν μέρει τον άνθρωπο Κορνάρο, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του, σχετικά με τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της εποχής του, πώς αυτά εκφράζονται μέσα από το χρωστήρα του και πώς επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα ενός έργου του. Το μοναδικό αυτό ιστορικό κείμενο που βρίσκεται στο πίσω μέρος της εικόνας, αναφέρει σημαντικές ιστορικές πληροφορίες, που αφορούν τα αίτια για τη στάση του 1804, την επίθεση των στασιαστών στο σπίτι του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου. Τέλος αναφέρεται στην καταστολή της στάσης από τα στρατεύματα των Τούρκων και το βαρύ τίμημα που πλήρωσαν οι χριστιανοί.
Η δεύτερη σημαντική ιστορική εικόνα της σχολής Κορνάρου, που εκτίθεται στο μουσείο της Χωρεπισκοπής, είναι η εικόνα του Αγίου Τρύφωνος και χρονολογείται στα 1820. Η εικόνα αυτή είναι μία εκ των πολλών εικόνων, με θέμα τον άγιο Τρύφωνα, που είχε παραγγείλει ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου και εθνομάρτυρας Κυπριανός, δεόμενος προς τον άγιο προστάτη της γεωργίας, όπως προστατεύσει τους καρπούς της γης από την εισβολή ακρίδων και να τις εξολοθρεύσει.
Εκτός από τις εικόνες και τα ξυλόγλυπτα, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει στο βυζαντινό μουσείο και άλλα πολλά εκκλησιαστικά κειμήλια. Ανάμεσα σε αυτά συγκαταλέγονται έργα μικροξυλογλυπτικής, όπως σταυροί αγιασμού με αργυρή ένδυση. «Ένας τέτοιος σταυρός φέρει την χρονολογία 1908 και ανήκε στον τότε μητροπολίτη Πάφου Ιάκωβο Αντζουλάτο. Η αργυροχοία και μεταλλοτεχνία στο χώρο του μουσείου, αντιπροσωπεύονται από Άγια Δισκοπότηρα και Δισκάρια, σταυρούς, εξαπτέρυγα, θυμιατούς και κανδήλες.
Στο μουσείο εκτίθενται επίσης δύο ιερατικές στολές (18ος-19ος αιώνας), καθώς και η αρχιερατική στολή χειροτονίας, δωρεά του τότε μητροπολίτου Πάφου και νυν αρχιεπισκόπου Κύπρου, Χρυσοστόμου Β ‘. Δύο επίσης αρχιερατικές μήτρες (18ος και 20ος αιώνας) βρίσκονται ανάμεσα στα εκθέματα του μουσείου. Η χρυσοκεντητική κάνει και αυτή την παρουσία της στον εκθεσιακό χώρο με χρυσοκέντητα επιμάνικα (19ος αιώνας) και μεγάλο επιτάφιο χρυσοκέντητο (19ο αιώνας). Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει για το γραπτό αντιμήνσιο του 1782, το οποίο είναι καθαγιασμένο από τον μητροπολίτη Πάφου Πανάρετο Άγιο (1710-1790). Τέλος να αναφέρουμε ότι στις προθήκες του εκθεσιακού χώρου του βυζαντινού μουσείου της Χωρεπισκοπής Αρσινόης βρίσκονται χειρόγραφοι κώδικες καθώς επίσης και παλαίτυπα όπως το Δεκεμβρίου Μηναίον (1551) και το Ευαγγέλιο (1599) τα οποία είχαν τυπωθεί στην Βενετία.
Η Επισκοπή Αρσινόης με το βυζαντινό της μουσείο σε πλήρη δραστηριότητα, βοηθά στη γνώση και κατανόηση θεμάτων εκκλησιαστικής κληρονομιάς, ευαισθητοποιεί το κοινό και δίνει το παράδειγμα και τα ερεθίσματα στον κόσμο για συμμετοχή στη διάσωση και προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Κείμενο του κου Κώστα Γερασίμου, Αγιογράφου – Συντηρητή