29 Ιουνίου
Ο Απόστολος Παύλος (Ταρσός, Κιλικία αρχές 1ου αι. (5-15 μ.Χ.) – Ρώμη 66-68; μ.Χ.), συγγραφέας των μισών περίπου από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αναγνωρίσθηκε ως ισαπόστολος και άγιος, και ήταν μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της πρώιμης εποχής του χριστιανισμού, υποστηρικτής της παγκοσμιότητας της διδασκαλίας του Ιησού. Για τον λόγο αυτό πήρε το όνομα “Απόστολος των εθνών” και των εθνικών, εκείνων δηλαδή που δεν ανήκουν στον λαό και στη θρησκεία των Εβραίων. Λεγόταν και Σαύλος (Σαούλ) (βλ. Πράξ. 7:58, 8:1 κ.ά.) κατα τη γνωστή τότε συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να φέρουν εκτός από το ιουδαϊκό όνομα και ένα ομόηχο ελληνικό ή ρωμαϊκό.
Καταγωγή και παιδεία
Εκτός από την Καινή Διαθήκη, δεν υπάρχουν άλλες αξιόπιστες πηγές για τον βίο του Παύλου. Μέσα από διάφορα χωρία, είναι δυνατόν να εξάγουμε συμπέρασμα για το περίγραμμα του βίου του Αποστόλου Παύλου πριν από τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό. Ο Απόστολος Παύλος, όπως ο ίδιος λέει, γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, από γονείς ιουδαίους της φυλής Βενιαμίν (Ρωμ. 16:1, Φιλιππ. 3:5). Ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος πολίτης το οποίο μπορεί να σημαίνει ότι προερχόταν από τα ανώτερα στρώματα του πληθυσμού της Κιλικίας και ίσως ήταν φαρισαίος ως προς τις θρησκευτικές προτιμήσεις.
Αν λάβουμε υπόψη ότι στο Πράξ. 7:58, κατά τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα διακόνου Στεφάνου, αναφέρεται ως “νεανίας”, ενώ στην Φιλήμ. 9 η οποία γράφτηκε περί το τέλος του 61 με αρχές του 62 μ.Χ. (ή έστω στα 52-55 μ.Χ.), αυτοαποκαλείται “πρεσβύτης”, είναι δυνατόν να υπολογίσουμε ότι το έτος γέννησής του ήταν κάπου ανάμεσα στο 5-15 μ.Χ. Το εβραϊκό όνομα του αποστόλου, ήταν Σαούλ (Σαύλος) αλλά για τους συμπολίτες του εκτός της Συναγωγής ήταν ο Παύλος (Paulus).Η εκπαίδευση και η ανατροφή του υπήρξε αυστηρά ραββινική και εβραϊκή. Η θεολογική του μέθοδος και η χρήση της Γραφής παρουσιάζουν τον Παύλο ως αυστηρό αλλά και αγνό, ραββίνο, γνώστη όλων των επίμαχων ζητημάτων του ιουδαϊκού Νόμου και ικανό χειριστή της ραββινικής διαλεκτικής. Ο ίδιος ομολογεί αργότερα ότι υπήρξε πολύ επιμελής και μάλιστα “περισσότερος ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων” και διέπρεπε μεταξύ των συνομηλίκων (Γαλ. 1:14, Πράξ. 26:4). Αναφερόταν συχνά στα προνόμια και τη θεία κλήση του Ισραήλ (Ρωμ. 3:1.2, 9:4.5, 15:8) και αρκετά νωρίς απόκτησε βαθιά συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στον ιουδαϊκό και τον εθνικό κόσμο, ενώ απόκτησε αντίληψη για τη σημασία του Νόμου για τη ζωή του Ισραηλίτη και την απολύτρωση του Ισραήλ. Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι ο Απόστολος Παύλος δεν γνώριζε τη θρησκευτικότητα και τη θρησκεία των εθνικών, ή τη Μυθολογία τους και τις δημόσιες θρησκευτικές γιορτές του ελληνορωμαϊκοϋ κόσμου. Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι η Ταρσός στα χρόνια του Παύλου ήταν ανώτερη από την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια στα γράμματα, και ήταν έδρα πολλών στωικών φιλοσόφων. Στην πόλη αυτή ο Παύλος διδάχθηκε την ελληνική γλώσσα και ήρθε σε επαφή με τη σκέψη και τη ζωή του.
Εκτός από τη θεωρητική μόρφωση που έλαβε, έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην με ένα χειρωνακτικό επάγγελμα όπως και οι περισσότεροι ραββίνοι. Όπως ο ίδιος ο Παύλος αναφέρει, ενώ τα πλήθη αναγνώριζαν το μέγεθος και τις ικανότητες του πνεύματός του εν τούτοις η εξωτερική του εμφάνιση υπολείπετο.Ώς προς τη σωματική υγεία του αποστόλου, έχουμε τις εξής αναφορές: “εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί” (Β’ Κορ. 12:7) ,”η γάρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται” (Β’ Κορ. 12:9) και “οίδατε δέ ότι δι’ ασθένειαν τής σαρκός ευηγγελισάμην υμίν τό πρότερον” (Γαλ. 4:13). Η ασθένειά του πρέπει να ήταν μάλλον επώδυνη ώστε ο απόστολος να παραδεχθεί:
“Περί τούτου τρίς παρεκάλεσα τον Κύριον διά να απομακρυνθή απ’ εμού” (Β’ Κορ. 12:8)
Ο Παύλος ως διώκτης του Χριστιανισμού
Ούτε οι επιστολές, ούτε οι Πράξεις μας βεβαιώνουν ότι ο Παύλος είχε συναντήσει τον Ιησού κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του. Η δήλωση στο Β’ Κορ. 5:16:”ει δέ καί εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν αλλά νύν ουκέτι γινώσκομεν” δεν φαίνεται να στηρίζει μια τέτοια άποψη. Πάντως αυτό δεν σημαίνει και απουσία του Παύλου από τα Ιεροσόλυμα κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του Ιησού Χριστού (το 30-33 μ.Χ.). Αντιθέτως, κατά το διάστημα αυτό, ο “νεανίας” Παύλος (Πράξ. 7:58) βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε συνάψει στενές σχέσεις με την ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία και μάλιστα με τον ίδιο τον αρχιερέα – πρόεδρο του Μεγάλου Ιουδαϊκού Συνεδρίου (Πράξ. 9:1), λαμβάνοντας ενεργό ρόλο στο διωγμό εναντίον των ιουδαίων χριστιανών. Τον μετά μανίας διωγμό των χριστιανών από τον Παύλο ομολογεί ο ίδιος (Γαλ. 1:13, Α’Κορ. 15:9, Φιλιπ. 3:5 εξ.), ενώ το επιβεβαιώνει και ο Λουκάς στις Πράξεις (8:3, 9:1-2, 26:9-11), ο οποίος μάλιστα αναφέρει ότι δεν αρκέσθηκε μόνο στο διωγμό των χριστιανών της Ιουδαίας, αλλά ζήτησε την άδεια και την βοήθεια του αρχιερέα, για να μεταβεί στη Δαμασκό με σκοπό να συλλάβει και τους εκεί μεταστραφέντες ιουδαίους και να τους οδηγήσει στην Ιερουσαλήμ ώστε να δικασθούν και να τιμωρηθούν (Πράξ. 9:1-2). Το μίσος του Παύλου εναντίον των ομοεθνών του χριστιανών πήγαζε, αφ’ ενός μεν από τον μέχρι φανατισμού ζήλο του υπέρ της ιουδαϊκής θρησκείας (Φιλιπ. 3:5-6, Πράξ. 26:4 εξ., Γαλ. 1:13 εξ.) αφ’ ετέρου δε από την αγάπη του προς το ιουδαϊκό έθνος, το οποίο είχε επιλεγεί από τον Θεό να επιτέλεσει σπουδαίο έργο στην ιστορία της Θείας Οικονομίας (Ρωμ. 9-11). Επιπλέον, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Ιησούς είχε καταδικασθεί σε σταυρικό θάνατο ως σφετεριστής του μεσσιανικού αξιώματος, ενώ κατέλυσε διάφορες διατάξεις.
Μεταστροφή στο Χριστιανισμό
Ο Παύλος έγινε χριστιανός όχι από την πειθώ κάποιου Αποστόλου ή κήρυκα της νέας πίστης, αλλ’ απ’ ευθείας, από τον ίδιο τον Χριστό ο οποίος τον κάλεσε στο ευαγγελικό έργο και στο αποστολικό αξίωμα. Ο ίδιος ομολογεί (Γαλ. 1:15) ότι, ο Θεός τον προόριζε για απόστολο του Ευαγγελίου “εκ κοιλίας μητρός του”, και μετέτρεψε το ζήλο του για τον Νόμο, σε ζήλο για τη διάδοση του Ευαγγελίου. Αν και είναι αδύνατον να διασαφηνιστεί τι ακριβώς συνέβει, επίκεντρο του γεγονότος ήταν ασφαλώς το όραμα του Ιησού εν δόξη. Αυτό έπεισε τον Παύλο ότι ο Ιησούς ανέστη εκ νεκρών και ανελήφθη ως Κύριος στους ουρανούς. Ήταν επίσης απόδειξη για τον Παύλο ότι κακώς είχε σταυρωθεί και κατά συνέπειαν δεν ίσχυε η κατά τον Νόμο κατάρα του Θεού. Είναι αλήθεια ότι η κλήση του Παύλου από τον Χριστό έγινε στην πιο ακατάλληλη στιγμή της ζωής του, κατά την εποχή που εδίωκε την Εκκλησία. Για το λόγο αυτό είναι δύσκολο να βρεθούν ορθολογικές αιτίες που να στηρίζουν τη μεταστροφή του αποστόλου. Ασφαλώς, στα κείμενα της Καινής Διαθήκης οι Ιουδαίοι όπως ο Παύλος, δικαίως θεωρούνται περισσότερο προετοιμασμένοι για την αποδοχή του Ευαγγελίου από τους εθνικούς. Κι όμως, αυτοί ήταν που σταύρωσαν τον Μεσσία και δίωξαν τους Αποστόλους ενώ και οι εθνικοί δεν υστέρησαν καθόλου σε διωγμούς κατά της Εκκλησίας. Είναι έτσι δύσκολο να στηριχτεί η μεταστροφή του Παύλου στο επιχείρημα ότι υπήρξε συνολικά την εποχή εκείνη μια σταδιακή προετοιμασία του κόσμου για το Ευαγγέλιο, όταν μάλιστα ο ίδιος ο Παύλος μιλά για “έχθρα” του κόσμου απέναντί του. Μετά το γεγονός της κλήσης του, ο Παύλος οδηγήθηκε στη Δαμασκό και στο σπίτι του Ανανία, ο οποίος ειδοποιήθηκε από τον Χριστό και θεράπευσε τον Παύλο από την τύφλωσή του. Ακολούθησε η βάπτιση του από τον Ανανία και κατόπιν ξεκινά η ιεραποστολική δράση του.
Στο αποστολικό έργο
Μετά τη μεταστροφή του, τη βάπτιση και την κατήχησή του από τον Ανανία στη Δαμασκό, ο Παύλος “ευθέως εν ταις συναγωγαίς εκήρυσσεν τον Ιησούν ότι ούτος εστίν ο υιός του Θεού” (Πράξ. 9:20), πράγμα το οποίο προκάλεσε την έντονη αντίδραση των ιουδαίων της Δαμασκού, οι οποίοι μετά “ικανάς ημέρας […] συνεβουλεύσαντο ανελείν αυτόν” (στ. 23). Οι ιουδαίοι χριστιανοί όμως φυγάδευσαν τον Παύλο. Δεν επιστρέφει τότε στην Ιερουσαλήμ, αλλ’ αναχωρεί για την Αραβία (“Γαλάτες 1:17”) και το βασίλειο των Ναβαταίων, νότια της Δαμασκού, πιθανώς δια λόγους ασφαλείας, και κατόπιν επέστρεψε στη Δαμασκό, όπου άσκησε το αποστολικό του έργο για τρία χρόνια. Σύμφωνα με τις Πράξεις, η εχθρότητα των Ιουδαίων τον ανάγκασε να εγκατάλειψει την πόλη (9:23-25), αν και στην περίπτωση αυτή, στη δίωξή του έλαβε ενεργά μέρος και ο εθνάρχης Αρέτας (ή Αρέθας), βασιλιάς των Ναβαταίων (Β’ Κόρ. 11:32-33). Στη συνέχεια ο Παύλος έρχεται στην Ιερουσαλήμ για να γνωρίσει τον Πέτρο (Γαλάτ. 1:18). Εκεί συναντά και τον Ιάκωβο, “τον αδελφόν του Κυρίου”. Οι Πράξεις επίσης μας πληροφορούν ότι ο Βαρνάβας συνόδευσε τον Παύλο κατά τη γνωριμία του με τους χριστιανικούς κύκλους της Ιερουσαλήμ, επείδή όπως ήταν φυσικό, υπήρχαν επιφυλάξεις για τον νέο προσήλυτο. Σε 15 ημέρες εγκαταλείπει την Ιερουσαλήμ, αφού η γενική επιφυλακτικότητα κυρίως εκ μέρους των ελληνιστών, ιουδαίων χριστιανών, τους οποίους καταδίωξε πριν από τη μεταστροφή του ο Παύλος, ανάγκασε τους χριστιανούς των Ιεροσολύμων να τον φυγαδεύσουν, και πιθανόν μέσω της Καισάρειας, επιστρέφει στην πατρίδα του την Ταρσό οπού και έμεινε (Πράξ. 9:26-30). Πράγματι, ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να φανταστεί ποια έκπληξη θα δημιούργησε στο συγγενικό του περιβάλλον αυτή η τεράστια αλλαγή του Παύλου, ο οποίος πήγε στην Ιερουσαλήμ για να σπουδάσει και επέστρεψε ως χριστιανός. Δυστυχώς, η περίοδος δράσης του Αποστόλου “εις τα κλίματα της Συρίας και Κιλικίας” (Γαλάτ. 1:21) μας είναι τελείως άγνωστη. Αργότερα στην Ταρσό, τον αναζήτησε ο Βαρνάβας και τον έφερε στην Αντιόχεια για να ενίσχυσει το έργο της εκεί Εκκλησίας. Οι Πράξεις (11:30, 12:25) μνημονεύουν ένα ταξίδι του Παύλου και του Βαρνάβα στα Ιεροσόλυμα προκειμένου να φέρουν βοήθεια από την Εκκλησίας της Αντιόχειας προς τους χριστιανούς της Ιουδαίας, κατά την περίοδο του λιμού που “εγένετο επί Κλαυδίου Καίσαρος”.
Η πρώτη αποστολική περιοδεία
Τα γεγονότα της πρώτης αποστολικής περιοδείας που αποτελεί την πρώτη μεγάλη εξόρμηση του χριστιανισμού έξω από τα όρια της Παλαιστίνης, περιλαμβάνονται στα κεφ. 13 και 14 των Πράξεων των Αποστόλων και περιγράφουν πώς ο Παύλος και ο Απόστολος Βαρνάβας, συνοδευόμενοι από τον ανεψιό του Βαρνάβα, Ιωάννη-Μάρκο (ο συγγραφέας του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου), ξεκινούν για την δύσκολη αποστολή. Στην Πέργη, ο Ιωάννης Μάρκος, για άγνωστους λόγους εγκατέλειψε την περιοδεία. Το ταξίδι αυτό αρχίζει από την Αντιόχεια και περιλαμβάνει την Κύπρο, την Πέργη της Παμφυλίας, την Αντιόχεια της Πισιδίας και πόλεις της Λυκαονίας (ή Νότιας Γαλατίας), όπως το Ικόνιο, τα Λύστρα και τη Δέρβη. Μάλιστα στην περιοχή της Γαλατίας, οι κοινότητες που ιδρύονται περιλαμβάνουν χριστιανούς εξ Ιουδαίων και εξ εθνικών, οι οποίοι αρχικά συνυπάρχουν και συζούν αρμονικά, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Η μέθοδος που ακολούθησαν ήταν να απευθύνονται πρώτα στους Ιουδαίους στις συναγωγές. Όπως ήταν φυσικό, οι ομιλίες άρχιζαν πάντοτε από την Παλαιά Διαθήκη και τονιζόταν ότι οι προφητείες για την έλευση του Μεσσία πραγματοποιήθηκαν πλέον στο πρόσωπο του Ιησού, τον οποίο όμως η ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία των Ιεροσολύμων παρεξήγησε και καταδίκασε σε σταυρικό θάνατο με τη συνεργασία των ρωμαίων. Όμως ο Χριστός αναστήθηκε, εμφανίστηκε στους μαθητές του, και τους έδωσε εντολή να κηρύξουν τα γεγονότα αυτά σε όλα τα έθνη, ξεκινώντας από τους ιουδαίους.Μετά από την εχθρότητα που συνάντησαν από μέρους των ιουδαίων, στράφηκαν προς τους εθνικούς, συνήθως μέσω των εθνικών που ήταν προσύλητοι στον Ιουδαϊσμό. Σε όλη την πορεία του ο Παύλος είχε αρκετούς συνεργάτες που προέρχονταν από Ελληνικές πόλεις ή ήταν ελληνιστές Ιουδαίοι: ο Τιμόθεος, από μητέρα “Ιουδαία πιστή” και Έλληνα πατέρα (Πράξ. 16:1), ο Τίτος, πιθανώς Έλληνας της Αντιόχειας (Γαλ. 2:3), ο Τρόφιμος (Πράξ. 21:29), ο Φιλήμων (Φιλήμ. 1), ο Σώπατρος (Πράξ. 20:4) ή Σωσίπατρος (Ρωμ. 16:20), ο Γάιος (Πράξ. 19:29), ο Αρίσταρχος (Πράξ. 19:29), ο Σεκούνδος (Πράξ. 20:4), ο Ονήσιμος (Φιλήμ. 10), ο Στεφανάς (Α’ Κορ. 1:16), ο Επαφρόδιτος, (Φιλ. 2:25) και φυσικά ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Κολ. 4:24).
Αν και δεν έγινε δυνατό να δημιουργηθούν πολλές κοινότητες κατά το πρότυπο της Εκκλησίας της Αντιόχειας, όπου η πλειοψηφία των πιστών ήταν ιουδαίοι, δημιουργήθηκαν όμως χριστιανικές κοινότητες αποτελούμενες κατά το μεγαλύτερο μέρος από εθνικούς. Από την άποψη αυτή, η περιοδεία στέφθηκε από επιτυχία. Πολλές Εκκλησίες οργανώθηκαν (Πράξ. 14:23), αν και αυτό έγινε κάτω από διωγμούς και αρκετούς κινδύνους των Αποστόλων (Β’ Τιμ. 3:11). Ασφαλώς, η δημιουργία Εκκλησιών με τη συμμετοχή πολλών εθνικών αποτελεί σπουδαία επιτυχία της αποστολής του Παύλου, αποτέλεσε όμως και αιτία αναταραχής από την μεριά κάποιων ιουδαϊζόντων, οι οποίοι απαιτούσαν από τους εξ εθνών προσήλυτους να περιτέμνονται πριν ενταχθούν στην Εκκλησία. Αυτή η αναταραχή οδήγησε στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο.
Η Αποστολική Σύνοδος
Μετά την αποστολή του Βαρνάβα και του Παύλου από την εκκλησία της Αντιόχειας στην πρώτη αποστολική περιοδεία, επέστρεψαν και πάλι στο Ιεραποστολικό τους κέντρο την Αντιόχεια και αφού συγκέντρωσαν την εκκλησία, τους διηγήθηκαν όσα έκανε ο Θεός μ’ αυτούς και ότι άνοιξε και στους εθνικούς την πόρτα της πίστεως. Ο Παύλος και ο Βαρνάβας παρέμειναν στην Αντιόχεια για αρκετό καιρό με τους άλλους χριστιανούς (Πράξ. 13:1 – 14,28). Αυτή την περίοδο ήρθαν από την Ιουδαία στην Αντιόχεια μερικοί χριστιανοί που δίδασκαν τους πιστούς πως αν δεν περιτέμνονται, όπως ακριβώς προστάζει ο νόμος του Μωυσή, δεν μπορούν να σωθούν. Μια τέτοια διδασκαλία των ιουδαϊζόντων προκάλεσε την αντίδραση του Παύλου και του Βαρνάβα και έτσι δημιουργήθηκε αναστάτωση και συζήτηση μεγάλη ανάμεσα στις δύο μερίδες. Αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης ήταν να ανέβουν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από τους χριστιανούς της Αντιόχειας στα Ιεροσόλυμα, για να λύσουν το ζήτημα που δημιουργήθηκε με τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους. Σημαντικά πρόσωπα στη συζήτηση της Συνόδου ήταν οι Πέτρος, Βαρνάβας, Παύλος και Ιάκωβος. Στην προς Γαλατάς επιστολή (2:1-14), ο Παύλος μάλιστα αναφέρεται στις κατ’ ιδίαν διαβουλεύσεις που είχε με τους αποστόλους, όπου τόνισε την απ’ ευθείας κλήση του στο αποστολικό αξίωμα από τον Χριστό και τόνισε ότι “ουδέ Τίτος ο σύν εμοί, Έλλην ών, ηναγκάσθη περιτμηθήναι”.
Ο πρόεδρος της Συνόδου, Ιάκωβος (ο Αδελφόθεος), συμφωνώντας με τους Πέτρο, Βαρνάβα και Παύλο, και βασισμένος στην προφητεία Αμώς 9:11-12, πρότεινε “μη παρενοχλείν τοις από των εθνών επιστρέφουσιν επί τον Θεόν” (Πράξ. 15:19) και τη λήψη σχετικής αποφάσεως. Η απόφαση της Συνόδου συνιστά να μην επιβληθεί κανένα άλλο βάρος στους εξ εθνών χριστιανούς παρά: “απέχεσθαι ειδωλοθύτων καί αίματος καί πνικτού καί πορνείας” (Πράξ. 15:28-29)
Αποφασίστηκε να διαβιβάσουν την απόφαση με επιστολή στους εξ εθνών χριστιανούς της Αντιόχειας, της Συρίας και της Κιλικίας, και η μεταφορά της ανατέθηκε “τώ Παύλω καί Βαρνάβα, Ιούδαν τον επικαλούμενον Βαρσαββάν καί Σίλαν, άνδρας ηγουμένους εν τοίς αδελφοίς” (Πράξ. 15:22), από τους οποίους οι δύο τελευταίοι είχαν εντολή να μεταφέρουν όσα συζητήθηκαν και “διά λόγου” (Πράξ. 15:27).
Η δεύτερη αποστολική περιοδεία
H δεύτερη περιοδεία του Παύλου, πραγματοποιείται μετά την Αποστολική Σύνοδο και συμπίπτει με τη νέα εποχή που αρχίζει στις σχέσεις Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Αρχίζει από την Αντιόχεια με τη συνοδεία του Σίλα και όχι του Βαρνάβα τη φορά αυτή, ο οποίος με τον ανεψιό του Ιωάννη Μάρκο αναλαμβάνει νέα αποστολή στην Κύπρο.
Μετά από επίσκεψη στις Εκκλησίες της Λυκαονίας με την προσθήκη στη συνοδεία του Τιμοθέου, που τον παραλαμβάνει στα Λύστρα, πηγαίνει στη Φρυγία και στη Γαλατική χώρα και στη συνέχεια στην Τρωάδα, από όπου ύστερα από ένα όραμα έρχεται στη Μακεδονία: “Και στον Παύλο φάνηκε κατά τη νύχτα ένα όραμα: Ένας άνδρας Μακεδόνας στεκόταν όρθιος, παρακαλώντας τον και λέγοντας: Διάβα στη Μακεδονία, και βοήθησέ μας.” (Πράξ. 16:9) Στο σημείο αυτό προστίθεται στη συνοδεία και ο Λουκάς, ο οποίος στη διήγηση των Πράξεων περιγράφει από το σημείο αυτό και εξής τα γεγονότα σε πρώτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού (τα λεγόμενα ημείς εδάφια των Πράξεων). Καθώς ο Παύλος ήθελε να ιδρύσει Εκκλησίες σε μεγάλα κέντρα επιρροής, σχεδίαζε να επισκεφθεί την Έφεσο, εμποδίστηκε όμως “από το Άγιο Πνεύμα”. Έτσι κατευθύνθηκε προς τις μεγάλες πόλεις της Βιθυνίας στον Βορρά. Πιθανώς οι εξ εθνών Εκκλησίες της βόρειας Γαλατίας, στις οποίες απηύθυνε την Προς Γαλατάς Επιστολή, να ιδρύθηκαν καθ’ οδόν. Τα σχέδια του εμποδίστηκαν άλλη μία φορά και κατευθύνθηκε βορειοανατολικά προς την Τρωάδα, από την οποία, έπειτα από ένα όραμα, πέρασε διά θαλάσσης στην Μακεδονία.
Ο Παύλος φτάνει δια μέσου της Αμφιπόλεως και της Απολλωνίας στη Θεσσαλονίκη, την οποία αναγκάζεται λόγω των διωγμών να εγκατάλειψει γρήγορα, για να μεταβεί στη Βέροια (όπου μένει για μικρό χρονικό διάστημα, πάλι για τους ίδιους λόγους). Ίδρυσε όμως τις Εκκλησίες των Φιλίππων, της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας και έτσι, στους Φιλίππους της Μακεδονίας ιδρύεται η πρώτη επί ευρωπαϊκού εδάφους Εκκλησία που, όπως φαίνεται από τις επιστολές του Παύλου, του είναι ιδιαίτερα προσφιλής. Κατόπιν, από τη Βέροια αναγκάστηκε να φύγει για την Αθήνα. Ο συγγραφέας των Πράξεων παραθέτει ομιλία του Παύλου στην Πνύκα και αναφέρει δύο ονόματα, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και τη Δάμαρι μεταξύ των πενιχρών καρπών της επισκέψεως αυτής. H ιεραποστολική δράση του Παύλου στην Αθήνα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιτυχία. Το αντίθετο θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς. Ο Λουκάς έχει συνείδηση των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν εκεί και των δυσχερειών που περικλείει το θέμα Ευαγγέλιο – Ελληνισμός. Γενικά παρατηρεί, ότι οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν τον Παύλο με σκεπτικισμό και με τη φράση “ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου”. Το κήρυγμα περί της αναστάσεως των νεκρών φαίνεται να υπήρξε, κατά τον Λουκά, η κύρια πέτρα του σκανδάλου για τους Αθηναίους φιλοσόφους. Στην ομιλία του όπως παραδίδεται στις Πράξεις, ο Παύλος προσπάθησε να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός ακροατηρίου με φιλοσοφική παιδεία, τελικά όμως, στην Αθήνα δεν ιδρύθηκε Εκκλησία.
Ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο
Ο Απόστολος Παύλος οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο, γύρω στο 51 μ.Χ., μετά από διάλογο που είχε με τους Στωικούς και τους Επικουρείους στην αγορά της Αθήνας, έναν από τους τόπους όπου κήρυττε εκτός από την τοπική ιουδαϊκή συναγωγή. Το ότι ο Παύλος δικάστηκε από τον Άρειο Πάγο είναι κάτι που μαρτυρούν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Παρ’ ότι η ομιλία του Αποστόλου Παύλου μετέδιδε νοήματα αμιγώς βιβλικά, ο Παύλος δεν τα υποστήριξε με παραθέματα από την Παλαιά Διαθήκη, κάτι που συνήθιζε να κάνει διαλεγόμενος με Ιουδαίους, άλλα χρησιμοποίησε στοιχεία γνωστά και σεβαστά στους Αθηναίους. Επρόκειτο για μια επιχειρηματολογική ευελιξία την οποία ο Παύλος περιγράφει στα εδάφια 1 Κορινθίους 9:19-23 και η οποία συνοψίζεται με την κατακλείδα του: «Στους πάντες έγινα τα πάντα, ώστε με κάθε τρόπο να σώσω μερικούς»[2].
Χαρακτηριστική λοιπόν ήταν η αναφορά του Παύλου στον βωμό του «αγνώστου θεού», που φαίνεται να υπήρχαν αρκετοί εκείνη την εποχή στην Αθήνα[3], τον οποίο υποστήριξε ότι πρεσβεύει. Ως δημιουργός του κόσμου και δότης παντός αγαθού, αυτός ο Θεός δεν κατοικεί σε ναούς, δεν έχει ανάγκη από τις υπηρεσίες των ανθρώπων και είναι ακατάλληλη η κατασκευή ομοιωμάτων του, λέει ο Παύλος. Αυτή η σκέψη, αναφέρει ο Παύλος, είναι σύμφωνη με τα λόγια του Στωικού ποιητή Αράτου[4]. Τέλος, δήλωσε ότι ο Θεός θα κρίνει τον κόσμο μέσω ενός άντρα που αναστήθηκε από τους νεκρούς, νύξη η οποία προκάλεσε χλευαστικές αντιδράσεις σε μερικούς ακροατές του. Εντούτοις, η ομιλία του Παύλου έπεισε δύο ακροατές, τον δικαστή Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και τη Δάμαρι, οι οποίοι και μετεστράφησαν στον χριστιανισμό.Σήμερα, το κείμενο της φημισμένης αυτής ομιλίας βρίσκεται σε μια μπρούντζινη πλάκα δίπλα στις λαξευτές σκάλες που οδηγούν στον Άρειο Πάγο.
Ο επόμενος σταθμός της περιοδείας είναι η εμπορική πόλη της Κορίνθου όπου γνώρισε τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, ένα ανδρόγυνο Εβραίων, οι οποίοι ήταν επίσης σκηνοποιοί. Είχαν φθάσει πρόσφατα στην Κόρινθο από την Ρώμη, έπειτα από ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Κλαυδίου, με το οποίο απελάθηκαν οι Εβραίοι από την πρωτεύουσα. Στην Κόρινθο ο Παύλος παρέμεινε ενάμιση χρόνο κοντά στους Ακύλα και Πρίσκιλλα και έγραψε τις δύο επιστολές προς Θεσσαλονικείς.
Από την Κόρινθο μαζί με τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα φεύγουν για την Έφεσο, από την οποία επισκέπτεται την Καισαρεία της Παλαιστίνης και ίσως για λίγο και τα Ιεροσόλυμα, για να ξαναγυρίσει στην Αντιόχεια, όπου δεν μένει πολύ και ούτε επανέρχεται.
Η τρίτη αποστολική περιοδεία
Ο Παύλος την εποχή αυτή είχε πλέον ιδρύσει Εκκλησίες στην Μικρά Ασία και στην Ελλάδα με ένα σημαντικό κέντρο στην Κόρινθο και είχε αρχίσει να εργάζεται στην επίσης σημαντική Έφεσο. Ακολούθησε μια περίοδος σταθεροποίησης.
Μετά την επιστροφή του στην Αντιόχεια και αφού παρέμεινε εκεί ένα διάστημα, ο Παύλος έφυγε για τη Γαλατική χώρα και τη Φρυγία για να στηρίξει τις εκκλησίες που είχε ιδρύσει κατά την προηγούμενη περιοδεία του. Κατόπιν, περιόδευσε στη δυτική περιοχή της Βιθυνίας και κατέληξε στην Έφεσο, το ορμητήριο της τρίτης περιοδείας του, στην οποία έφτασε διά ξηράς μέσω της περιοχής της Φρυγίας. Την εποχή αυτή πρέπει να ίδρυσε Εκκλησίες στις Κολοσσές, στην Ιεράπολη και στην Λαοδίκεια.
Από την Έφεσο, ο Παύλος επισκέπτεται τη Μικρά Ασία και την Ελλάδα. Κατά το διάστημα αυτό γράφονται πιθανώτατα στην Έφεσο, όπου φυλακίζεται ο Παύλος, όλες ή μερικές από τις λεγόμενες “επιστολές της αιχμαλωσίας” (προς Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Εφεσίους), αν και η παράδοση τις τοποθετεί στο χρονικό διάστημα της φυλακίσεως του Παύλου στη Ρώμη μετά μια πενταετία.
Από τη δραστηριότητα του Παύλου κατά το διάστημα της περιοδείας αυτής ξεχωρίζουν οι σχέσεις του με την Εκκλησία της Κορίνθου, που προκαλούν τα επανειλημμένα του ταξίδια εκεί και την αλληλογραφία (Α και Β επιστολές προς Κορινθίους).
Η αλληλογραφία του με την Κόρινθο αποκαλύπτει τις μεγάλες δυσκολίες οι οποίες μπορούσαν να ανακύψουν. Ο Παύλος είχε την πρόθεση να κηρύξει στην Τρωάδα, αλλά είχε τόση αγωνία για την Κόρινθο, ώστε έφυγε για την Μακεδονία, ελπίζοντας να συναντηθεί με τον Τίτο κατά την επιστροφή του. Τον συναντά τελικά μάλλον στους Φιλίππους καθώς εκείνος επέστρεφε φέρνοντας καλά νέα και ότι η επιστολή είχε θετικά αποτελέσματα. Με αισθήματα μεγάλης ανακούφισης ο Παύλος έγραψε την Β’ επιστολή προς Κορινθίους η οποία διαπνέεται από το θέμα της συμφιλίωσης. Ένα άλλο θέμα της Β’ προς Κορινθίους είναι ο έρανος για τους φτωχούς της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ ως ένα δώρο το οποίο ο Παύλος θεωρούσε σύμβολο τής ενότητας μεταξύ τών εξ Ιουδαίων και των εξ εθνών Εκκλησιών. Ήταν άλλωστε πραγματικότητα, το συνεχιζόμενο πρόβλημα που δημιουργούσε μια ομάδα η οποία υποστήριζε πως οι εξ εθνών χριστιανοί της Γαλατίας έπρεπε να περιτμηθούν και να τηρούν τον Νόμο.
Κατά το χρονικό αυτό διάστημα και μάλιστα κατά την τρίτη επίσκεψη του Παύλου στην Κόρινθο όπου έμεινε τρεις μήνες, γράφεται και η Προς Ρωμαίους επιστολή, ένα βαθύτατα θεολογικό κείμενο, που αποκαλύπτει μεταξύ άλλων την τοποθέτηση του Παύλου στο ζήτημα της ακριβούς θέσεως των εθνικών στον κορμό του Χριστιανισμού. Από την άποψη αυτή το κείμενο ενδιαφέρει άμεσα τη σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού στους πρώτους χρόνους. Ίσως ο Παύλος επεδίωκε να δημιουργήσει κάποιο έρισμα που θα του επέτρεπε να χρησιμοποίηση τη Ρώμη ως βάση για μια εξόρμηση προς δυσμάς. Κατόπιν και ενώ είχε σκοπό να αναχωρήσει με πλοίο για την Ιερουσαλήμ, την τελευταία στιγμή αποκαλύφθηκε σχέδιο δολοφονίας του Παύλου, από τους Ιουδαίους και έτσι αποφασίσθηκε η μετάβαση στην Ιερουσαλήμ “διά Μακεδονίας” (Πράξ. 20:3). Πριν φτάσει στην Ιερουσαλήμ έμεινε μερικές ημέρες στην Καισάρεια όπου κάποιος προφήτης που λεγόταν Άγαβος, προέβλεψε τη σύλληψη του Παύλου στα Ιεροσόλυμα, όπου τελικά πήγε ο Παύλος συνοδευόμενος από χριστιανούς της Καισάρειας και έτσι έληξε η τρίτη αποστολική περιοδεία. Ο λόγος για τον οποίο ο Παύλος επέμεινε να πάει στην Ιερουσαλήμ εκθέτωντας τον εαυτό του σε θανάσιμο κίνδυνο δεν είναι γνωστός. Σίγουρα όμως θα πρέπει να ήταν μεγάλης σπουδαιότητας, για να κάνει αυτό το ταξίδι την εποχή που κατάστρωνε μεγαλόπνοο σχέδιο για επίσκεψη στη Ισπανία (Ρωμ. 15:24) και ενώ γνώριζε τις διαστάσεις που είχε λάβει η επιθετικότητα των ιουδαίων (Πράξ. 20:3). Τελικά, αυτό που φοβόταν και άφηνε να εννοηθεί στο τέλος της Προς Ρωμαίους Επιστολής συνέβη και η περιπέτειά του κατέληξε στη σύλληψη και φυλάκισή του στην Καισάρεια και κατόπιν την μεταφορά του στην Ρώμη.
Η τέταρτη αποστολική περιοδεία και το μαρτύριο του Παύλου
Είναι αλήθεια ότι τα γεγονότα της ζωής του Παύλου μετά την πρώτη φυλάκισή του στη Ρώμη, είναι αρκετά δύσκολο να καθοριστούν, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από τα μέχρι τότε συμβάντα. Για τους περισσότερους ερευνητές πάντως, οι ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης του υπόδικου Παύλου στη Ρώμη, προδικάζουν και την έκβαση της φυλάκισής του η οποία, το πιθανότερο, έληξε με την αθώωση και την αποφυλάκισή του, όπως άλλωστε δέχεται και η αρχαία εκκλησιαστική παράδοση. Έτσι, η επιθυμία του Παύλου να επισκεφθεί και να κηρύξει στην Ισπανία (Ρωμ. 15:24-28) ήταν πλέον δυνατό να πραγματοποιηθεί. Έτσι, ο Παύλος και οι συνεργάτες του περιόδευσαν στο νότιο τμήμα της, καθώς και στο νότιο τμήμα της Γαλατίας και μετά επέστρεψαν στη Ρώμη. Η αισιοδοξία που εκφράζεται στις επιστολές προς Φιλιππησίους, Φιλήμονα και Εβραίους καθώς και οι υποσχέσεις που δίδονται προς τους παραλήπτες τους ότι σύντομα θα τους επισκεφθεί (Φιλιπ. 2:19-24, Φιλήμ. 22, Εβρ. 13:23), δηλώνουν ότι ο Παύλος επιθυμούσε να μεταβεί και πάλι στην Ανατολή για να συνάντησει αγαπημένα του πρόσωπα, να στηρίξει τις εκκλησίες που είχε ιδρύσει και να επιλύσει τα προβλήματά τους. Μετά την επιστροφή του από την Ισπανία, ο Παύλος δεν παρέμεινε για πολύ στη Ρώμη αλλά αναχώρησε με προορισμό την Ιερουσαλήμ. Φθάνοντας όμως στην Κρήτη, ο ίδιος και οι συνεργάτες του πληροφορήθηκαν ότι η κατάσταση στην Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ δεν ήταν καλή, αλλά επικρατούσε αναρχία μετά τον ξαφνικό θάνατο του Επιτρόπου Φήστου. Σύμφωνα με τις Ποιμαντικές Επιστολές (Α’ και Β’ Τιμ. και Τίτ.) ο Παύλος έκανε ένα ακόμη ταξίδι στην Ανατολή και συγκεκριμένα στην Μ. Ασία, την Κρήτη, τη Μακεδονία και την περιοχή του Ιλλυρικού, ενώ κατά τη Β’ Τιμ. καταλήγει και πάλι στη Ρώμη όπου φυλακίζεται για δεύτερη φορά. Οι συνθήκες όμως αυτή τη φορά ήταν τελείως διαφορετικές αφού ο Παύλος μπήκε στη φυλακή (Β’Τιμ. 2:9). Πάντως του επιτράπηκε να δέχεται επισκέψεις φίλων και συνεργατών, όπως π.χ. του Ονησιφόρου (Β’ Τιμ. 1:16-18), του Ευβούλου, του Λίνου, του Πούδη, της Κλαυδίας και άλλων (4:21), αλλά και του Λουκά καί του Τυχικού (4:11-12). Από τη φυλακή αυτή έγραψε τη Β’ προς Τιμόθεον επιστολή (Β’Τιμ. 4:21), η οποία αποτελεί το κύκνειο άσμα του, αφού η δεύτερη αυτή φυλάκιση κατέληξε στο μαρτυρικό του θάνατο. Η αγωνιώδης έκκληση του Παύλου προς τον Τιμόθεο, που βρισκόταν στην Έφεσο (Β’Τιμ. 4:9-21), ώστε να πάει στη Ρώμη και να τον συναντήσει, δείχνει πως ο απόστολος δεν μαρτύρησε αμέσως μετά τη μεταφορά του στη Ρώμη, αλλά αφού πρώτα πέρασε μερικούς μήνες στη φυλακή, και μετά από κανονική δίκη ως ρωμαίος πολίτης. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Παύλος αποκεφαλίσθηκε χωρίς προηγουμένως να βασανισθεί, καθώς ο νόμος απαγόρευε τους βασανισμούς για τους ρωμαίους πολίτες. Με τον τρόπο αυτό, έληξε η πολυτάραχη αποστολική πορεία του Παύλου, μιας κατά γενική ομολογία, από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία της Εκκλησίας.
Οι Επιστολές
Οι επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία της Καινής Διαθήκης και αποτελούν έργα περιστασιακά, γράφτηκαν δηλαδή για να απαντήσουν σε διάφορα ερωτήματα που έθεταν οι νεοϊδρυθείσες εκκλησίες στον απόστολο. Κατά τη συγγραφή των επιστολών του ακολουθεί ο Παύλος τους ισχύοντες κανόνες της ελληνικής επιστολογραφίας (προοίμιο που περιέχει τον αποστολέα, παραλήπτη και χαιρετισμό – ανάπτυξη του θέματος – τελικοί χαιρετισμοί) και προσθέτει στο τέλος ιδιόχειρο χαιρετισμό προς δήλωση της γνησιότητας της επιστολής (Ρωμ. 16:22, Α’ Κορ. 16:21, Γαλ. 6:11, Κολ. 4:18, Β’ Θεσ. 3:17, Φιλ. 19).
Η διάταξη των επιστολών του Παύλου στον κανόνα της Καινής Διαθήκης έγινε ανάλογα με την έκταση τους. Πρώτη δηλ. τοποθετήθηκε η προς Ρωμαίους, που είναι η μεγαλύτερη (16 κεφάλαια) και τελευταία η προς Φιλήμονα (25 στίχοι): προς Ρωμαίους, προς Κορινθίους Α’, προς Κορινθίους Β’, προς Γαλάτας, προς Εφεσίους, προς Φιλιππησίους, προς Κολοσσαείς, προς Θεσσαλονικείς Α’, προς Θεσσαλονικείς Β’, προς Τιμόθεον Α’, προς Τιμόθεον Β’, προς Τίτον, προς Φιλήμονα, προς Εβραίους (η επιστολή αυτή, συνήθως ακολουθεί μετά από την ομάδα των 13 επιστολών του Παύλου)
Οι 14 παύλειες επιστολές, για τις οποίες οι Πράξεις των Αποστόλων δίνουν ένα πολύτιμο ιστορικό πλαίσιο, αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα της Καινής Διαθήκης. Οι επιστολές αυτές σημαδεύουν το αποστολικό έργο του Παύλου στην “ειδωλολατρική” γη.
Η χρονολογική τοποθέτηση των επιστολών του Παύλου στη διάρκεια της ζωής και της ιεραποστολικής του δράσης είναι δυνατή από τις πληροφορίες των ίδιων των επιστολών σε συνδυαομό προς αντίστοιχες πληροφορίες των Πράξεων ή από τη συσχέτιση τους με γεγονότα της ιστορίας:
Τα τρία τελευταία κείμενα, θέτουν και ένα φιλολογικό πρόβλημα: προϋποθέτουν τουλάχιστο τη χρήση ενός γραμματέα, που τους έδωσε τη σφραγίδα του δικού του ύφους παρ’ όλη την εξάρτηση από τη σκέψη του Παύλου. Η περίπτωση της προς Εβραίους επιστολής είναι διαφορετική. Αν και η αρχαία παράδοση τη συνδέει πάντα με το παύλειο σύνολο, ο συντάκτης της έχει μια φιλολογική προσωπικότητα και μια πρωτοτυπία σκέψεως καθαρά διάφορες από τις αντίστοιχες του Παύλου. Ωστόσο το κείμενο πρέπει να είναι προγενέστερο του 70 μ.Χ., γιατί φαίνεται ότι αγνοεί την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και το τέλος της λατρείας του ναού και ίσως γράφτηκε στη Ρώμη.
Δείτε επίσης τον Ιερό Ναό Αποστόλου Παύλου στην Κάτω Πάχνα